- συλλυπητήριος
- -α, -οαυτός που αναφέρεται σε κάτι με το οποίο εκφράζουμε τη λύπη μας σε κάποιον: Έστειλε στους συγγενείς του νεκρού συλλυπητήριο τηλεγράφημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.